δεσποτικοί

δεσποτικοί
δεσποτικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • ИКУМЕНИЙ — [Экумений; греч. Οἰκουμένιος] (IV или X в.?), свт. (пам. греч. 3 мая), еп. Триккский (Трикальский). Согласно Похвальному слову (BHG, N 2317), составленному в честь И. Антонием, митр. Ларисским († ок. 1363), И. род. в Кесарии Каппадокийской и жил… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”